ξεκάρφωτος, -η, -ο, επίθ. [<ξεκαρφώνω <ξε- + καρφώνω + κατάλ. -τος], ξεκάρφωτος. 1. που δεν έχει ειρμό ή κάποιο λογικό έρεισμα, που είναι ασυνάρτητος, ασύνδετος: «τι ξεκάρφωτες ενέργειες είναι αυτές που κάνεις;». 2. που είναι παράταιρος, που δε συνδέεται με το σύνολο, που δεν ταιριάζει στο περιβάλλον του, που χαλάει την ομοιογένεια: «βγάλε αυτά τα παπούτσια, γιατί είναι τελείως ξεκάρφωτα με το κουστούμι που φοράς και σου χαλάνε την παρουσία || ξόδεψε ένα σωρό λεφτά γι’ αυτόν τον πίνακα και τελικά τον έβαλε στην αποθήκη, γιατί ήταν ξεκάρφωτος με το στιλ του σαλονιού». 3. (και για τα δυο φύλα) που είναι μόνος, που δε συνοδεύεται από κάποιον, που δεν έχει ταίρι: «εσείς έχετε τις ντάμες σας, τι να κάνω εγώ μαζί σας που είμαι ξεκάρφωτος!»·
- Θεέ μου, πώς κρατάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα! βλ. λ. Θεός·
- μ’ αφήνουν ξεκάρφωτο, βλ. φρ. μένω ξεκάρφωτος·
- μένω ξεκάρφωτος, μένω χωρίς βοήθεια ή υποστήριξη, τη στιγμή ακριβώς που τη χρειάζομαι: «όταν χρειάστηκα τη βοήθεια των φίλων μου, έμεινα απ’ όλους ξεκάρφωτος»·
- ξεκάρφωτα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- ξεκάρφωτες κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα.